λογίζομαι

λογίζομαι
λογ-ίζομαι, [dialect] Att. [tense] fut. -ιοῦμαι Id.Ra.1263, Th.5.87, etc.: [tense] aor.
A

ἐλογισάμην E.Or.555

, Th.6.31, etc.: [tense] pf.

λελόγισμαι Lys.32.24

,27, D.28.12:—[voice] Pass., v. infr. 111: ([etym.] λόγος):—prop. of numerical calculation, count, reckon,

οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι Hdt.2.16

;

εὗρον λογιζόμενος Id.7.28

, cf. 194, etc.; in full,

λ. ψήφοισι Id.2.36

; λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις ἀλλ' ἀπὸ χειρός calculate roughly, not by rule, but off-hand, Ar.V.656: c. acc. rei, λ. τοὺς τόκους calculate the interest, Id.Nu.20; τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι δώδεκα spend 3 minae and set down 12, Id.Pl.381.
2 c. acc. et inf., reckon or calculate that . . , λ. μύρια εἶναι [τὰ ἔτεα] Hdt. 2.145;

τὰς βλάβας, ἃς ἐλογίζεθ' αὑτῷ γεγενῆσθαι D.21.176

: without acc.,

Θηριππίδῃ μισθὸν ἀποδεδωκέναι λ. Id.27.20

.
3 λ. τινί τι set down to one's account,

οὗτος . . τὸ ἥμισυ τούτοις . . λελόγισται Lys.32.24

, cf. 27; τἀνηλωμέν' . . οὐκ ἐλογιζόμην I did not charge them . . , D. 18.113: metaph.,

τὰ παραπτώματα λ. τινί 2 Ep.Cor.5.19

.
b audit the accounts of a person, c. dat.,

τοῖς ὑπευθύνοις Arist.Ath.54.2

; ταῖς ἀρχαῖς ib.48.3.
II without reference to numbers, take into account, calculate, consider,

ταῦτα Hdt.9.53

, cf. S.Aj.816, etc.;

λ. τὰ ξυμφέροντα Th.1.76

; λ. τι πρός τινας with them, D.5.24
; also λ. περί τινος calculate, form calculations about . . , Hdt.2.22, X.Mem.4.3.11.
2 c. acc. et inf., reckon, consider that . . ,

τὸν ἕτερον [παῖδα] οὐκ εἶναί μοι λ. Hdt.1.38

;

τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. εἶναι Id.2.46

; λ. ὅτι . . or ὡς . . , X.HG2.4.28, 6.4.6; ἐλογιζόμην πρὸς ἐμαυτὸν . . , ὅτι . . And.1.52
, Pl.Ap.21d: c. acc. et part.,

Σμέρδιν μηκέτι ὑμῖν ἐόντα λογίζεσθε Hdt.3.65

: also with inf. omitted, reckon or account so and so,

τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν [εἶναι], τὰ δ' ἄλλα τῆς τύχης E.Alc. 789

; πολὺν [εἶναι] τὸν κάτω χρόνον ib.692;

λογίζεταί τ' ἐκεῖνα πάνθ' ἁμαρτίας Ar.V.745

; μίαν ἄμφω τούτω τὼ ἡμέρα λ. count both days as one, X.Cyr.1.2.11.
3 c. inf. also, count or reckon upon doing, calculate or expect that . . ,

ἐπισιτιεῖσθαι ἐλογίζοντο Hdt.7.176

;

ἐλογίζετο κατύπερθέ οἱ τὰ πρήγματα ἔσεσθαι Id.8.136

;

λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι X.An.2.2.13

;

λελογισμένοι . . εἰσὶν . . διαζῆν E.IA922

, cf. Or. 555 (dub. l.); τί λογίζομ' . . προσδοκῶν χάριν παρὰ γυναικὸς κομιεῖσθαι; Men.564
.
4 count upon,

εἴ τις δύο ἢ καί τι πλείους ἡμέρας λ., μάταιός ἐστιν S.Tr.944

.
5 conclude by reasoning, infer that . . , c. acc. et inf., Pl.Grg.524b, X.Ages.7.3; λ. ὅτι . . Id.HG6.1.5, cf. Pl.Phd.62e, al.
6 abs.,

τοὺς ἐπισταμένους λογίζεσθαι Archyt.3

; ὁ σπουδαῖος λελόγισται ἤδη has finished reasoning,
Plot.3.8.6, cf. 4.4.12.
III [voice] Pass., mostly [tense] aor. ἐλογίσθην and (less freq.) [tense] pf. λελόγισμαι, also in [tense] pres., part.

λογιζόμενον Hdt.3.95

, freq. in later Gr., PPetr.3p.340 (iii B. C.), Ep.Rom.4.5, etc.; χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθέντα counted or calculated in silver,
X.Cyr.3.1.33;

ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων Id.HG6.1.19

;

οὗτος λογισμὸς λογισθείς Pl.Ti.34b

;

οὐδ' ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου Id.Phdr.246c

; τὸ λελογισμένον, = λογισμός, E.IA386, Luc.Nigr.Prooem.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λογίζομαι — βλ. πίν. 34 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λογίζομαι — count pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • λογίζομαι — λογίστηκα, λογισμένος 1. θεωρούμαι, λογιέμαι, λογαριάζομαι: Λογίζεται σοφός. 2. σκέφτομαι, λογαριάζω: Λογίζομαι το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λελογισμένα — λογίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc pl λελογισμένᾱ , λογίζομαι count perf part mp fem nom/voc/acc dual λελογισμένᾱ , λογίζομαι count perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογίζεσθε — λογίζομαι count pres imperat mp 2nd pl λογίζομαι count pres ind mp 2nd pl λογίζομαι count imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογισμένον — λογίζομαι count perf part mp masc acc sg λογίζομαι count perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογισμένων — λογίζομαι count perf part mp fem gen pl λογίζομαι count perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελογίσμεθα — λογίζομαι count perf ind mp 1st pl λογίζομαι count plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιζομένων — λογίζομαι count pres part mp fem gen pl λογίζομαι count pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιζόμεθα — λογίζομαι count pres ind mp 1st pl λογίζομαι count imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”